- διακονιάρικος
- -η, -ο [διακονιάρης]1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται ή αρμόζει στον διακονιάρη2. το ουδ. ως ουσ. διακονιάρικοφτωχόπαιδο που ζητιανεύει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακονιάρικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε διακονιάρη, ζητιάνο: Το σπίτι του είναι διακονιάρικο. 2. ζητιάνος, φτωχός: Διακονιάρικη γερόντισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαιτικός — ή, ό (Μ ἐπαιτικός, ή, όν) [επαίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαίτη ή στην επαιτεία ή που γίνεται για επαιτεία, ο διακονιάρικος, ο ζητιάνικος («επαιτική διαγωγή», «επαιτική μέθοδος», «επαιτικά τάγματα») … Dictionary of Greek
ζητιάνικος — ζητιάνικος, η, ο και ζητιανίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζητιάνο, διακονιάρικος: Είχε στάση ζητιάνικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)